Paracentrotus lividus
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
----------
Σε όλες τις βραχώδεις ακτές της Ελλάδας καθώς και σε όλες τις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου και στο B-A Ατλαντικό (Ιρλανδία, Σκοτία, Αζόρες, Μαρόκο). Δεν είναι ενδειμικό της Ελλάδας.
Το είδος αυτό απειλείται εδώ και μερικά χρόνια σε Γαλλία και Ιταλία. Για την Ελλάδα μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχε άμεσως κίνδυνος, αλλά η σημερινή κατάσταση των πληθυσμών του, κυρίως στα νησιά, έχει χειροτερέψει αισθητά. Ο λόγος είναι η υπεραλίευσή του, τόσο ερασιτεχνικά όσο και επαγγελματικά και η διάθεσή του στο εμπόριο σε τοπικά εστιατόρια αλλά και σε ιχθυοπωλεία. Τοπικές καταγγελίες (Κρήτη, Ρόδος) αναφέρουν μεγάλη μείωση των πληθυσμών, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστή η ακριβής έκταση του προβλήματος. Σε άλλες περιοχές (π.χ. Αμβρακικός κόλπος), όπου δεν τρώγεται, παρατηρείται υπερπληθυσμό του είδους, που οφείλεται στη μείωση των θηρευτών του. Η κατανάλωση από τον ελληνικό πληθυσμό είναι περιορισμένη, αλλά με τάσεις αύξησης κυρίως στις τουριστικές περιοχές της χώρας. Υπάρχουν όμως βάσιμες πληροφορίες για παράνομη εξαγωγή, κυρίως προς τη Γαλλία.
Στην Ευρώπη οι μεγαλύτεροι καταναλωτές είναι οι Γάλλοι (>1.000τόνοι/έτος) και ακολουθούν Ισπανία, Ιρλανδία και Ιταλία. Η παραγωγή της Γαλλίας σήμερα βασίζεται μόνο στα μεσογειακά αποθέματα, εφόσον η μεθοδολογία αλιείας με τη χρήση του “fauberge”αποδεκάτισε τα ατλαντικά αποθέματα της χώρας αυτής.
Στη Μεσόγειο νομοθεσία για τον έλεγχο της αλιείας του υπάρχει
• στη Γαλλία (όπου επιτρέπεται από 1η Οκτωβρίου έως 31 Μαρτίου), αλλά συγχρόνως γίνεται παράνομη εισαγωγή από Καταλονία, Ιταλία και Ελλάδα.
• Στην Ιταλία, όπου επιτρέπεται από 1η Ιανουαρίου έως 30 Απριλίου και από 1η Ιουλίου έως 31 Δεκεμβρίου, αλλά υπάρχουν τοπικές ρυθμίσεις πλήρους ή μερικής απαγόρευσης
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα νομοθεσία, αν και ως προστατευόμενο είδος απαγορεύεται η συλλογή του με βάση την Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Επισημαίνεται ότι η κρίση της αλιείας του αχινού στις παραδοσιακές αγορές (Ιαπωνία, Δυτική Ευρώπη) έφερε την ανάγκη εκτροφής του. Η καλλιέργεια του αχινού είναι μάλλον η πιο πρόσφατη σε παγκόσμια κλίμακα, και μπορεί ακόμα να θεωρηθεί σε πειραματικό στάδιο.
Η δυσκολία καλλιέργειας έγγειται κυρίως στο μεγάλο χρόνο που απαιτείται για την πρώτη παραγωγή, αλλά αντισταθμίζεται από το μεγάλο κόστος στην αγορά.
Όλα τα παραπάνω καθιστούν το είδος αυτό τρωτό και με αρκετά μεγάλο κίνδυνο σοβαρής μείωσης και στην Ελλάδα, αν δεν υπάρξει σύντομα σχετική νομοθεσία.
----------
Εξαπλώνεται σε όλες τις βραχώδεις ακτές και τα υποθαλάσσια λιβάδια της Posidonia oceanica της Ελλάδας.
Κοινό και σε αφθονία σε ολη την Ελλάδα. Σε λίγες περιοχές (κάποιες ακτές της Κρήτης και της Ρόδου) πλέον σπανίζει λόγω αλιείας, ενώ σε άλλες (π.χ. Αμβρακικός Κόλπος) παρατηρείται πληθυσμιακή έξαρση, με αφθονίες που φθάνουν τα 243 άτομα/m2.
Τα βαθυμετρικά του όρια κυμαίνονται από λίγα εκατοστά μέχρι 80 m (Tortonese, 1965). Όριο της εξάπλωσής του προς βορρά φαίνεται να αντιστοιχεί στην ισόθερμη των 8 οC για το μήνα Φεβρουάριο (Le Gall, 1989). Στη Μεσόγειο κύριοι θηρευτές θεωρούνται τα ψάρια Diplodus sargus και Diplodus vulgaris, το Αστεροειδές Marthasterias glacialis, Κεφαλόποδα (Οctopus vulgaris),και Δεκάποδα (Maja squinado και Palinurus elephas). Είναι είδος κοινό στις βραχώδεις ακτές, όπου κατοικεί σε κοιλότητες των βράχων, που συχνά δημιουργεί μόνο του. Το φαινόμενο της ενεργού διάνοιξης είναι πιο έντονο στη Δυτική Μεσόγειο, και πιθανόν οφείλεται στο διαφορετικό εύρος της παλίρροιας. Είναι όμως κοινό και στα υποθαλάσσια λιβάδια της Posidonia oceanica. Θεωρείται γενικά φυτοφάγο, η προτίμησή του για τα φυτά είναι γνωστή και παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην οικολογία του. Ωστόσο, η μελέτη του στομαχικού περιεχομένου αχινών που έχουν συλλεχθεί από διάφορα περιβάλλοντα δείχνουν ότι οι τροφές ζωικής προέλευσης όχι μόνο δεν αποφεύγονται αλλά μερικές φορές αναζητώνται ενεργά. Στις περιοχές όπου δεν υπάρχει “ανορθωμένη” βλάστηση, το P. lividus δεν πραγματοποιεί καμμία επιλογή στην τροφή του και γίνεται παμφάγο. Το γεγονός ότι τα δόντια του μεγαλώνουν συνέχεια τον κάνει να ξύνει τα πάντα, ακόμα και την πέτρα, με συνέπεια μερικές φορές να είναι σημαντικός παράγοντας διάβρωσης Η κατάποση της Posidonia από αχινούς που ζουν σε σκληρό υπόστρωμα θεωρείται ως χρήση φερτής ύλης με την οποία το ζώο πρώτα καλύπτεται και μετά καταναλώνει. Παρατηρούνται δύο κύριες περίοδοι αναπαραγωγής (άνοιξη και φθινόπωρο), αλλά δεν υπάρχει εποχή του χρόνου όπου να μην βρεθούν μερικά άτομα γεννητικά ώριμα, ειδικά στις νοτιότερες περιοχές. Η συσχέτιση με τις αβιοτικές παραμέτρους έδειξε ότι η έναρξη της ωοτοκίας συνδέεται με τις αλλαγές τις θερμοκρασίας.
Σε αυξημένες συγκεντρώσεις οργανικών ουσιών (ευτροφισμός) συμπεριφέρεται ως ευκαιριακό είδος και εκεί, όπου τα υπόλοιπα Εχινόδερμα εξαφανίζονται από τους βράχους, αυτό πολλαπλασιάζεται, ο πληθυσμός του παραμένει σταθερός, ενώ συγχρόνως μειώνεται το μέγεθός του. (Pancucci-Παδοπούλου, 1997)
Υπεραλίευση, τόσο ερασιτεχνικά όσο και επαγγελματικά και η διάθεσή του στο εμπόριο, συχνά με πράνομη εξαγωγή.
1. Σύμβαση Βέρνης, παράρτημα ΙΙΙ.
2. Σύμβαση Βαρκελώνης, παράρτημα ΙΙΙ.
3. Απαντάται σε προστατευόμενες περιοχές του Natura 2000.
1. Έρευνα.
2. Οι γονάδες καταναλώνονται ως τροφή.
3. Διατίθεται σε τοπικές αγορές της Ελλάδας.
4. Εκτεταμένη αγορά σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία
Purpose/Type of Use
1. Food - human
Food and beverages for human consumption/nutrition = Subsistence, National, International.
14. ResearchIncludes specimens used in or as the subject of any type of research (e.g. behavioural, medicine, propagation, disease resistance, etc. = Subsistence, National, International.
Primary forms removed from the wild
1. Whole animal/plant
Removal of the whole individual from the wild population = 100%
Source of specimens in commercial trade
1. Wild
Specimens taken from natural habitat, with no human intervention in terms of enhancing individual survival or production = 100%
Τάσεις στη συλλογή/συγκομιδή από το φυσικό τους περιβάλλον σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό τα τελευταία 5 χρόνια = Αύξηση
Τάση στο ποσό συλλογής/συγκομιδής που προκαλείται λόγω εξημέρωσης και καλλιέργειας τα τελευταία 5 χρόνια = Άγνωστη
Tortonese, E & Vadon, C. (1987). Echinodermata. In: Fischer W., Schneider, M. & Bauchot, M.-L. (eds.) Fiches FAO d’identification des especes pour les besoins de la peche. Mediterranee et Mer Noire. Zone de peche 37. Revision 1. Volume 1. Vegetaux et invertebres. FAO, Rome: 715-740.
Pancucci-Papadopoulou, M.A., 1996. Fauna Graeciae VI., The echinodermata of Greece. Hellenic Zoological Society, Athens.
Pancucci-Papadopoulou, M.A., 1996. Οικολογία και εξάπλωση των Εχινοδέρμων της Ελλάδας. Διερεύνηση του φαινομένου του νανισμού του Εχινοειδούς Paracentrotus lividus ως οικολογικής προσαρμογής. Διδακτορική Διατριβή, Παν/μιο Αθηνών, 1996.
Koukouras, A., Sinis, A.I., Bobori, D., Kazantzidis S. & M.-S. Kitsos (2007). The echinoderm (Deuterostomia) fauna of the Aegean Sea, and comparison with those of the neighboring areas. Journal of Biological Science, 7: 67-92.
Κούκουρας, Α. Προσωπικές παρατηρήσεις.
7. Θαλάσσια
7.2. Ρηχά νερά [συνήθως με βάθος μικρότερο των 6μ στην άμπωτη, περιλαμβάνει κόλπους και στενά] = 1
7.3. Υποθαλάσσια λιβάδια (Subtidal Aquatic Beds [kelp beds, sea- grass beds and tropical marine meadows]) = 2
8. Ακτές
8.1. Βραχώδεις ακτές [περιλαμβάνονται βραχονησίδες και θαλάσσιοι γκρεμοί] = 1
8.2. Χαλικώδεις και αμμώδεις παραλίες [περιλαμβάνει αμμολουρίδες, αμμονησίδες, θίνες] = 1