Lanius excubitor
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Οι Διπλοκεφαλάδες που συναντώνται στην Ελλάδα ανήκουν σε δύο υποείδη, το Lanius excubitor excubitor και το Lanius excubitor homeyeri. Το είδος διαχωρίστηκε από τον Νοτιοσταχτοκεφαλά (Southern Grey Shrike Lanius meridionalis) που είναι πιθανόν επίσης να εμφανίζεται τυχαία στην χώρα μας και που παρουσιάζει 11 φυλές εκ των οποίων οι τέσσερεις φωλιάζουν στην υπόλοιπη Μεσογειακή λεκάνη, με δύο φυλές στα δυτικά (L. m. meridionalis, L. m. algeriensis) μία στην βόρεια Αφρική (L. m. elegans) και μία στην Μέση Ανατολή (L. m. theresea). Για την νέα ταξινόμηση αναφέρονται αναλυτικά οι Lefranc & Worfolk (1997) και Harris & Franklin, (2000).
Είδος με εκτεταμένη κατανομή στην Ευρασία με τουλάχιστον 9 φυλές, μόνο το ¼ της κατανομής του βρίσκεται στην Ευρώπη (Lefranc & Worfolk, 1997). Αναπαράγεται στις βορειότερες ώρες και είναι χειμερινός επισκέπτης κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα, σε Θράκη-Κ. & Α. Μακεδονία, Δ. Μακεδονία και Ήπειρο, σπανιότερα απαντάται σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος & Β.-Α. Αιγαίο (Handrinos & Akriotis, 1997), ενώ σποραδικά και πολύ νοτιότερα π.χ. στα Δωδεκάνησα, βλέπε αναφορά για επανεύρεση δακτυλιωμένου στη Ρόδο από τους Lefranc & Worfolk, (1997).
Ο διαχειμάζων πληθυσμός του είδους εκτιμάται ότι είναι αρκετά κάτω από 2500 άτομα αν και δεν έχει γίνει συστηματική απογραφή του πληθυσμού του. Σαφής μείωση έχει καταγραφεί κατά τόπους την τελευταία δεκαετία (Ήπειρος, Κ. Μακεδονία, Έβρος), αλλά είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια.
Στο προηγούμενο Κόκκινο Βιβλίο (Karandeinos and Legakis 1992) δεν είχε καταταγεί σε καμιά κατηγορία Κινδύνου.
------------
Το είδος είναι διαδεδομένο στην ανατολική και βόρεια Ελλάδα (ανατολική Μακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία, και κυρίως στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου), ενώ είναι σπάνιο στη δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησο και Κρήτη.
Το είδος παρουσιάζεται από αργά το φθινόπωρο έως αργά τον χειμώνα κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα, σε διάσπαρτους, μεμονωμένους και ασυνεχείς πληθυσμούς, πολλές φορές και ατομικά, σε Θράκη-Κ. & Α. Μακεδονία, Δ. Μακεδονία, Ήπειρο, και Θεσσαλία, ενώ παλαιότερα εμφανίζονταν πιθανώς και σε μεγαλύτερο μέρος της χώρας αποτελώντας δημοφιλές θήραμα των κυνηγών (Handrinos, & Akriotis, 1997).
Ο διαχειμάζων πληθυσμός του είδους εκτιμάται ότι είναι αρκετά κάτω από 2500 άτομα αν και δεν έχει γίνει συστηματική απογραφή του πληθυσμού του. Παρουσιάζεται σπάνια ή σποραδικά με πολύ αραιή και ασυνεχή κατανομή και με σχετικά μεγάλο βαθμό κατακερματισμού. Σαφής μείωση έχει καταγραφεί κατά τόπους την τελευταία δεκαετία (Ήπειρος, Κ. Μακεδονία, Έβρος), ενώ είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το εύρος της πληθυσμιακής μείωσης, δεδομένου ότι μεμονωμένα άτομα δεν εμφανίζονται πλέον σε παλαιότερες γνωστές τοποθεσίες ξεχειμωνιάσματος.
Το είδος ξεχειμωνιάζει στην Ελλάδα σε ανοιχτές πεδινές και ημιορεινές περιοχές συχνά σε οροπέδια. Συναντάται σε καλλιέργειες (9.1) που εναλλάσσονται με βοσκότοπους (9.2.) κυρίως σε χωράφια που κυριαρχούν τα σιτηρά και οι αμειψισπορές ενώ διατηρούνται διάσπαρτα μεμονωμένα μεγάλα δέντρα ή θάμνοι και φυτοφράχτες καθώς και σε χορτολίβαδα, (3.1.1.), σε χέρσα (3.1.5.) και στεπόμορφα εδάφη (3.1.4.). Τέτοιες περιοχές υπάρχουν ακόμη στην περιφέρεια των εντατικά καλλιεργούμενων κάμπων της χώρας και στις οριακά παραγωγικές ημιορεινές εκτάσεις και τα οροπέδια όπου οι βοσκότοποι εναλλάσσονται με σιτηρά και ψυχανθή (Harris & Franklin, 2000). Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μικροθηλαστικά, όπως ποντίκια των αγρών (Microtus sp.) και μυγαλές (Sorex sp.) κάποτε και με νεαρούς αρουραίους (Rattus sp.) και Νυφίτσες (Mustela sp.). Μικρό μέρος της διατροφής του (<15%) καθ’ όλη την διάρκεια του έτους αποτελούν ασπόνδυλα διαφόρων οικογενειών κυρίως μεγαλόσωμα έντομα. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί να τρέφεται και με εξουθενωμένα μικρόπουλα, βατράχια και σαύρες, ακόμη και ψοφίμια (Lefranc & Worfolk, 1997). Δεν έχει γίνει τροφική ανάλυση των συνηθειών του στην χώρα για πιθανή ύπαρξη διαφορών με πιο βόρειες χώρες.
Πιστεύεται ότι η λαθροθηρία δεν αποτελεί πλέον σοβαρή απειλή για το είδος στην περιοχές που ξεχειμωνιάζει. Στους χώρους αυτούς κύρια απειλή είναι η δραστική αλλαγή του αγροτικού τοπίου με την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής και κυρίως με την απομάκρυνση των φυτοφραχτών και την αλλαγή των καλλιεργειών από εκτατικής μορφής σιτηρών και ψυχανθών σε εντατικές, την εγκατάλειψη της αμειψισποράς και τέλος την καταστροφή των φυσικών βοσκοτόπων με την μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ιδιαίτερα στην περιφέρεια εσωτερικών υγροτόπων, στις κοιλάδες των ποταμών και στις παρυφές υδροχαρών παρόχθιων δασών. Ακόμη στις απειλές περιλαμβάνονται η ξήρανση και η απομάκρυνση μεγάλων μεμονωμένων ώριμων δέντρων που ευδοκιμούν σε πεδινές ή ημιορεινές εκτάσεις, καθώς και έμμεσα η εντατική και αλόγιστη χρήση των γεωργικών φαρμάκων με την μείωση της διαθεσιμότητας της τροφής του. Ακόμη απειλείται από την αλλαγή χρήσης της γης των γεωργικών εκτάσεων και κυρίως από την εγκατάλειψη όπως η απομάκρυνση των κτηνοτροφικών ζώων (π.χ. προβάτων, κατσικιών) που έχει σαν με αποτέλεσμα την αύξηση του ύψους του χόρτου και την εισβολή των θάμνων (Tucker & Heath, 1994). Επιπλέον απειλείται από την εκτός σχεδίου δόμηση και την ραγδαία αστικοποίηση στην περιφέρεια των τουριστικών περιοχών καθώς και την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων. Τέλος μία ακόμη πιθανή έμμεση μελλοντική απειλή να αποτελέσει η αλλαγή του κλίματος με την μείωση της διαθέσιμης λείας (Tucker & Heath, 1994).
11. Άλλη
Χρήση αγροχημικών για την καταπολέμηση των μικροθηλαστικών και των εντόμων (μείωση διαθέσιμης τροφής)
Προστατεύεται σε διεθνές (Παρ. Ι της 79/409/ΕΕ, ΙΙ της Σύμβασης Βέρνης, ΙΙ της Σύμβασης Βόννης) και ελληνικό επίπεδο (απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΑΤ) (Χανδρινός 1992, Tucker & Evans 1997).
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του δεν βρίσκεται εντός του δικτύου Natura 2000 και SPA’s.
Ίσως (σπάνια πλέον) για ταρίχευση.
Τι ποσοστό (%) του συνολικού πληθυσμού χρησιμοποιείται; <2 %
Purpose/Type of Use - 15. Sport hunting/specimen collecting - Includes collection and preservation of dead specimens for personal pleasure, e.g. not for research; collection of live specimens should be included under pets/display animals, horticulture = National, International.
Primary forms removed from the wild - 1. Whole animal/plant - Removal of the whole individual from the wild population = 0-25 %.
Source of specimens in commercial trade - 1. Wild - Specimens taken from natural habitat, with no human intervention in terms of enhancing individual survival or production = 100 %.
Τάσεις στη συλλογή/συγκομιδή από το φυσικό τους περιβάλλον σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό τα τελευταία 5 χρόνια = Μείωση.
Τάση στο ποσό συλλογής/συγκομιδής που προκαλείται λόγω εξημέρωσης και καλλιέργειας τα τελευταία 5 χρόνια = Άγνωστη.
Χανδρινός, Γ. 1992. Το Κόκκινο Βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλοζώων της Ελλάδας. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
Handrinos, G. & Akriotis, T. 1997. The Birds of Greece. Helm.
Tucker, G.M. & Evans, M.I. 1997. Habitats for Birds in Europe. BirdLife Conservation Series No. 6. BirdLife International.
Lefranc, N and Worfolk, T. (1997). Shrikes. A guide to the Shrikes of the World. Yale University Press. New Haven and London.
Harris, T. and Franklin, K. (2000). Shrikes and Bush-Shrikes. Christopher Helm, A & C Black. London.
Tucker, G. M. and Heath, M. F. (1994). Birds in Europe: their conservation status. Cambridge, United Kingdom: BirdLife International. (BirdLife Conservation Series no.3).
3. Λιβάδια
3.1 Εύκρατα λιβάδια
3.1.1. Χορτολίβαδα = 2
3.1.4. Αλατούχες και γυψούχες στέπες = 1
3.1.5. Χέρσα εδάφη = 1
9. Τεχνητά – Χερσαία
9.1. Καλλιέργειες (δημητριακά, ορυζώνες, κλπ) = 2
9.2. Βοσκότοποι που διαχειρίζονται, φυτεύονται ή λιπαίνονται = 2
9.3. Φυτείες = 1
9.5. Αστικές περιοχές και πάρκα = 1