Emberiza cineracea
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
----------
Στην Ελλάδα το Σμυρνοτσίχλονο είναι καλοκαιρινός επισκέπτης και αναπαράγεται στη Λέσβο, Χίο και Σκύρο (Handrinos & Akriotis 1997, Ακριώτης 2008, Γαληνού 2008). Εκτός Ελλάδας έχει εντοπισμένη και ασυνεχή γεωγραφική εξάπλωση στη Μικρά Ασία (εξαιρουμένης της περιοχής του Πόντου) και στο ΝΔ Ιράν (Cramp & Perrins 1994, Albayrak et al. 2003). Η περιοχή διαχείμασης δεν είναι επαρκώς γνωστή αλλά περιλαμβάνει την Υεμένη και την Ερυθραία και ίσως γειτονικές περιοχές στην Α-ΒΑ Αφρική και Αραβική Χερσόνησο (Albayrak et al. 2003, Walther et al. 2004, Walther 2006).
Το Σμυρνοτσίχλονο εκτιμάται ότι στην Ελλάδα έχει πληθυσμό 80-205 ζευγάρια (Ακριώτης 2008), ήτοι περίπου 160-410 ώριμα άτομα και κατά συνέπεια, αν ισχύει η χαμηλότερη εκτίμηση των 160 ώριμων ατόμων, πληροί το κριτήριο D για να χαρακτηριστεί ως Κινδυνεύον. Επιπλέον, εκτιμάται ότι είναι σπάνια η επικοινωνία και εισροή νέων ατόμων από τους γειτονικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας που να μπορούν να στηρίξουν τους μικρούς και σχετικά απομονωμένους πληθυσμούς της Ελλάδας. Επομένως βάσει των οδηγιών εφαρμογής των κριτηρίων σε τοπική κλίμακα (IUCN 2003), δεν υποβαθμίζεται σε Τρωτό (VU) στο δεύτερο στάδιο της επεξεργασίας.
Το είδος αποτελείται από δύο υποείδη, το E. c. cineracea της Ελλάδας και δυτικής Μικράς Ασίας και το E. c. semenowi της ανατολικής Μικράς Ασίας και του Ιράν (Cramp & Perrins 1994).
Γνωστές και επιβεβαιωμένες περιοχές αναπαραγωγής βρίσκονται στη Λέσβο, Χίο και Σκύρο (Handrinos & Akriotis 1997, Ακριώτης 2008, Γαληνού, 2008). Παρατηρήσεις του είδους υπάρχουν επίσης από άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αλλά και την Κέρκυρα (Handrinos & Akriotis 1997), χωρίς όμως να υπάρχει ένδειξη αναπαραγωγής και/ή μόνιμου αναπαραγόμενου πληθυσμού σ’ αυτές τις περιοχές.
Το κάθε ένα από τα τρία νησιά στα οποία φαίνεται να αναπαράγεται το είδος πιθανότατα στηρίζουν από ένα υποπληθυσμό, με 75-150 ζευγάρια στη Λέσβο, 5-50 στη Χίο και λιγότερα από 5 στη Σκύρο (Albayrak et al. 2003, Ακριώτης 2008). Η επικοινωνία μεταξύ των υποπληθυσμών εκτιμάται ότι είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα δε του πληθυσμού της Σκύρου, ενώ περιορισμένη εκτιμάται και η επικοινωνία με τους πληθυσμούς της δυτικής Μικράς Ασίας.
Το Σμυρνοτσίχλονο βρίσκεται στην Ελλάδα κυρίως από τις αρχές Απριλίου έως τα τέλη Ιουλίου. Αναπαράγεται σε περιοχές με χαμηλή και αραιή θαμνώδη βλάστηση (2.1. Φρύγανα), συνήθως με κυριαρχία αστοιβής (Sarcopoterium spinosum), ση Λέσβο ιδιαίτερα βραχώδεις, στη Χίο και Σκύρο με μεμονωμένα δέντρα (Albayrak et al. 2003, Ακριώτης 2008, Γαληνού 2008). Χρησιμοποιεί κάθε μορφής υψηλά αντικείμενα (βράχους, καλώδια, μεμονωμένα δέντρα) εφόσον υπάρχουν για να τραγουδίσει αλλά τρέφεται κυρίως στο έδαφος, πολύ λιγότερο πάνω σε θάμνους. Ως εκ τούτου φαίνεται να είναι σημαντικός ο ρόλος της βόσκησης στη διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών του ενδιαιτήματος καθώς διατηρεί τη χαμηλή ποώδη βλάστηση μεταξύ των θάμνων και εμποδίζει ή καθυστερεί την ανάπτυξη πυκνών και υψηλών θάμνων και δένδρων. Παρόμοιο ρόλο πιθανότατα παίζει και η φωτιά. Από την άλλη μεριά η υπερβόσκηση μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση του ενδιαιτήματος ως προς τις οικολογικές απαιτήσεις του είδους και πιθανώς σε καταστροφή των φωλιών ενώ η φωτιά σε μεγάλη έκταση κατά την περίοδο αναπαραγωγής είναι επίσης πιθανό ότι θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Το ενδιαίτημα του Σμυρνοτσίχλονου δεν παρουσιάζει ουσιαστικές διαφορές από αυτό του πολύ συγγενικού και πολύ πιο άφθονου στα νησιά του Αιγαίου Σκουρόβλαχου (Emberiza caesia). Εκτιμάται πιθανός ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ειδών, καθώς συνήθως τα είδη αυτά δεν παρατηρούνται μαζί και εφόσον δείχνουν να εμφανίζουν σχεδόν ταύτιση στις οικολογικές τους απαιτήσεις. Ωστόσο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμμία περιγραφή ή αξιολόγηση της πιθανότητας αυτής.
Συνολικά, οι υπάρχουσες γνώσεις γύρω από τις οικολογικές απαιτήσεις και σχέσεις του είδους είναι ελάχιστες και ανεπαρκείς για το σχεδιασμό διαχειριστικών μέτρων.
Οι απειλές που αντιμετωπίζει το είδος δεν είναι επαρκώς γνωστές και μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Μεταξύ των πιθανών απειλών είναι:
• αυτές οι οποίες ενδέχεται να αλλοιώσουν το ενδιαίτημα και συγκεκριμένα: η αύξηση ή μείωση της έντασης της βόσκησης, η αύξηση ή μείωση της συχνότητας φωτιάς, κλιματικές αλλαγές.
• αυτές οι οποίες καταστρέφουν το ενδιαίτημα αλλά που μέχρι στιγμής και στο προβλεπόμενο μέλλον δρουν μόνο πολύ τοπικά, διαβρώνοντας τη συνολική έκταση κατάλληλου ενδιαιτήματος: δενδροφυτεύσεις, οικιστική ανάπτυξη, εγκατάσταση αιολικών πάρκων.
• πιθανός ανταγωνισμός με Emberiza caesia.
Άλλη
Σημ. 1. Όλες οι απειλές που εμφανίζονται είναι δυνατό να επιδρούν στο είδος χωρίς να υπάρχει καμμία αξιολόγηση ή εκτίμηση της δράσης τους!
Σημ. 2. Όλες οι σημειωμένες κατηγορίες, με εξαίρεση τις 1.1.3.1, 8.1 και 9.9, είναι δυνατό να συνιστούν απειλή είτε αυξηθεί είτε μειωθεί η ένταση ή η συχνότητά τους!
Περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 79/409 και στο Παράρτημα ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης.
Περίπου το 50% του πληθυσμού βρίσκεται στην περιοχή Δυτική Χερσόνησος Λέσβου-Απολιθωμένο Δάσος (GR41100003) του Δικτύου Natura 2000.
Δεν είναι γνωστές περιπτώσεις χρήσης από τον άνθρωπο.
Το τάξον δεν χρησιμοποιείται τοπικά, εθνικά ή διεθνώς.
Τάσεις στη συλλογή/συγκομιδή από το φυσικό τους περιβάλλον σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό τα τελευταία 5 χρόνια = Σταθερότητα
Τάση στο ποσό συλλογής/συγκομιδής που προκαλείται λόγω εξημέρωσης και καλλιέργειας τα τελευταία 5 χρόνια = Σταθερότητα
• Albayrak, T., Gursoy, A. & Kirwan, G.M. (2003) International Species Action Plan for the Cinereous Bunting Emberiza cineracea. BirdLife International.
• ΒirdLife International (2008) Species factsheet: Emberiza cineracea. Downloaded from http://www.birdlife.org on 9/8/2008
• Cramp, S. & Perrins, C.M. (1994) Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic vol IX: buntings and New World warblers. Oxford: Oxford University Press.
• Handrinos, G. & Akriotis, T. (1997) The birds of Greece. A & C Black, London.
• IUCN. (2003). Guidelines for Application of IUCN Red List Criteria at Regional Levels: Version 3.0. IUCN Species Survival Commission. IUCN, Gland, Switzerland and Cambridge, UK. 26 pp.
• Walther, B.E., Wisz, M.S. & Rahbek, C. (2004) Known and predicted African winter distributions and habitat use of the endangered Basra reed warbler (Acrocephalus griseldis) and the near-threatened cinereous bunting (Emberiza cineracea). J. Ornithol. 145: 287-299.
• Walther, B.E. (2006) The winter distribution and habitat use of the near-threatened Cinereous Bunting Emberiza cineracea. Sandgrouse 28 (1): 52–57.
• Ακριώτης, Τ. (2008) Αδημοσίευτα δεδομένα 1992-2008.
• Γαληνού, Ε. (2008) Αδημοσίευτα δεδομένα 2000-2008.
2. Θαμνώνες
2.1. Φρύγανα = 1
5. Βραχώδεις περιοχές [περιλαμβάνονται γκρεμοί, κορυφές βουνών, σάρες] = 1