Chionomys nivalis
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Παλαιότερα ήταν ταξινομημένο ως είδος του υπογένους Chionomys του γένους Microtus, δηλαδή ως Microtus (Chionomys) nivalis (Martins, 1842).
Είναι είδος με πολύ διακεκομμένη περιοχή εξάπλωσης και απαντάται στη νότια και κεντρική Ευρώπη (Ισπανία, Ν. Γαλλία, Ελβετία, Ιταλία, Αυστρία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, FYROM, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία), στη Μικρά Ασία, στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή (Ιράν, Συρία, Λίβανος, Ισραήλ).
Εξάπλωση στην Ελλάδα: Θράκη-Κ. & Α. Μακεδονία, ΄Ηπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος. Πιο συγκεκριμένα, το ζώο έχει βρεθεί σε ορεινές τοποθεσίες της ελληνοβουλγαρικής παραμεθορίου, στον ΄Ολυμπο, στην Πίνδο, στα Βαρδούσια, στον Τυμφρηστό, στην Οίτη, στη Δίρφυ και στον Χελμό. Ωστόσο η παρουσία του θεωρείται πολύ πιθανή και σε άλλες ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, κρίνοντας από τα οικολογικά χαρακτηριστικά του είδους, σε συνδυασμό με τα φυσιογραφικά στοιχεία της χώρας.
Η σχετικά φτωχή γνώση για την ακριβή εξάπλωση του είδους στην Ελλάδα και η πλήρης απουσία πληθυσμιακών και άλλων στοιχείων της βιολογίας του είδους στη χώρα μας, καθιστά δύσκολη την ένταξή του σε μία από τις κατηγορίες κινδύνου (CR, EN, VU και NT). Από την άλλη πλευρά, η –κατά τα φαινόμενα- έντονα διακεκομμένη αλλά ευρεία εξάπλωσή του σε ορεινές περιοχές και το γεγονός ότι το είδος δεν δέχεται τόσο έντονες πιέσεις στο περιβάλλον που ζει συνηγορεί στο ότι το C.nivalis μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία Μειωμένου Ενδιαφέροντος (LC).
Παλαιότερα αποτελούσε είδος του υπογένους Chionomys του γένους Microtus, δηλαδή Microtus (Chionomys) nivalis, σήμερα όμως οι περισσότεροι συγγραφείς το θεωρούν είδος του χωριστού γένους Chionomys.
Το είδος αυτό είναι γνωστό από λίγες διάσπαρτες ανευρέσεις του στην Ελλάδα, κυρίως στην ηπειρωτική (μοναδική νησιωτική ανεύρεση είναι δύο άτομα από το όρος Δίρφυς της Εύβοιας). Φαίνεται να είναι αρκετά εξαπλωμένο στον ελληνικό χώρο, όμως δεν γνωρίζουμε τη συγκεκριμένη έκταση ούτε της περιοχής κατοικίας ούτε της περιοχής εξάπλωσής του. Επίσης, από τα στοιχεία πρόδρομης γενετικής/φυλογενετικής μελέτης βασισμένης σε μοριακούς δείκτες έχει φανεί ότι δεν υπάρχει εμφανής διαφοροποίηση μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών και ότι αυτοί είναι συγγενέστεροι προς άλλους βαλκανικούς πληθυσμούς παρά προς τους ιταλικούς, ισπανικούς και κεντροευρωπαϊκούς (Λυμπεράκης, αδημοσίευτα στοιχεία).
Το μέγεθος του συνολικού ελληνικού πληθυσμού είναι άγνωστο. Ομοίως άγνωστο είναι και το μέγεθος των επιμέρους γνωστών πληθυσμών. Το είδος αυτό δεν φαίνεται να είναι σπάνιο στην ορεινή Ελλάδα. Η παρουσία του έχει καταγραφεί σε 11 περιοχές της Μακεδονίας (1), Ηπείρου (1), Θεσσαλίας (3), Στερεάς Ελλάδας (5) και Πελοποννήσου (1). Η περιοχή εξάπλωσής του φαίνεται να είναι αρκετά κατακερματισμένη λόγω της προσαρμογής του κυρίως σε μεγάλα υψόμετρα.
Πρόκειται για σχετικά στένοικο είδος και ζει σε ενδιαιτήματα με τους ακόλουθους κωδικούς: 1.1.2.1 (2), 1.1.3 (2), 3.1.2 (1), 5 (1). ΄Εχει βρεθεί σε περιοχές με υψόμετρο 600-2300 m, συνήθως όμως ψηλότερα από 1000 m.
Το Chionomys nivalis απειλείται από ανθρωπογενείς και φυσικές καταστροφές του ενδιαιτήματος, και συγκεκριμένα από ανάπτυξη υποδομών τουρισμού/αναψυχής ( Κωδ. 1.4.3), πυρκαγιές (Κωδ. 1.7), χιονοστιβάδες/κατολισθήσεις (Κωδ. 7.6) και άλλα άγνωστα φυσικά αίτια (Κωδ. 7.8).
Το είδος προστατεύεται από τη Σύμβαση της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙΙ). Υπάρχει σε αρκετές από τις προστατευόμενες περιοχές του Δικτύου Natura 2000.
Δεν χρησιμοποιείται κατά οποιονδήποτε τρόπο από τον άνθρωπο.
1. Krapp, F. (1982): Microtus nivalis (Martins, 1842) – Schneemaus. In: Handbuch der Säugetiere Europas, Band 2/I, pp.261-283. Niethammer, J. & Krapp, F (eds). Akademische Verlagsgesellschaft, Wiesbaden.
2. Λυμπεράκης, Π. (αδημοσίευτα στοιχεία).
3. Macdonald, D. & Barrett, P. (1993): Mammals of Britain and Europe. Collins, London.
4. Mitchel-Jones, A.J., Amori, G., Bogdanowicz, W., Kryštufek, B., Reijnders, P.J.H., Spitzenberger, F., Stubbe, M., Thissen, J.B.M., Vohralík, V. & Zima, J. (1999): The Atlas of European Mammals. Academic Press, London.
5. Niethammer, J. (1986): Über Griechische Nager im Museum A. Koenig in Bonn. Annalen des Naturhistorischen Museums in Wien, Ser. B., 88/89: 245-256.
6. Χονδρόπουλος, Β.Π. & Φραγγεδάκη-Τσώλη, Σ.Ε. (αδημοσίευτα στοιχεία).
1. Δάση
1.1. Εύκρατα Δάση
1.1.2 Φυλλοβόλα Πλατύφυλλα
1.1.2.1. Ξηρόφιλλα φυλλοβόλα (Quercion confertae) = 2
1.1.3. Ψυχρόβια Κωνοφόρα (ελάτη, μαύρη πεύκη κλπ) = 2
3. Λιβάδια
3.1 Εύκρατα λιβάδια
3.1.2. Υπαλπικά και αλπικά λιβάδια = 1
5. Βραχώδεις περιοχές [περιλαμβάνονται γκρεμοί, κορυφές βουνών, σάρες] = 1