Alauda arvensis
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Είδος με ευρεία παγκόσμια κατανομή. Αναπαράγεται από τις ακτές του Ατλαντικού στην Ιρλανδία μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού και σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες (Tucker & Heath 1994) καθώς και σε κάποιες της Βόρειας Αφρικής όπως το Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία (Beaman & Madge 1998).
Στην Ελλάδα αναπαράγεται σε διάσπαρτους τοπικούς πληθυσμούς σε Θράκη-Κ. & Α. Μακεδονία, Δ. Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, ίσως συνεχίζει να φωλιάζει ακόμη σε κάποιους υγρότοπους της Δυτικής Ελλάδας, ενώ αναφέρεται ότι φώλιαζε και σε κάποια νησιά (Handrinos & Akriotis, 1997).
Από τα μέσα φθινοπώρου έως την αρχή της Άνοιξης, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την αφθονία τροφής, είναι πολύ πιο διαδεδομένο σε διάφορες αγροτικές περιοχές και βοσκότοπους σε όλη την χώρα. Τότε πουλιά που φώλιασαν στις ορεινές περιοχές, καθώς και άλλα που εγκαταλείπουν τις βορειότερες χώρες, σμίγουν με τοπικούς πληθυσμούς των πεδινών περιοχών και ξεχειμωνιάζουν κοπαδιαστά.
Ο αναπαραγωγικός πληθυσμός της σιταρήθρας στην χώρα μας είναι μικρός, διάσπαρτος και κατακερματισμένος και εκτιμάται σε 2000-5000 ζευγάρια (BirdLife International, 2004), παρουσιάζοντας όμως πιθανότητα υποεκτίμησης. Αντίστοιχη είναι και η εκτιμώμενη πληθυσμιακή μείωση (0-19%), που αντιπροσωπεύει κυρίως πληθυσμούς στις μεγάλες πεδινές περιοχές της χώρας (π.χ. Θράκη) όπου το είδος ήταν κοινότερο στο παρελθόν, παρόλα αυτά κάποιοι άλλοι πληθυσμοί ίσως παραμένουν σταθεροί (π.χ. στα ορεινά λιβάδια).
----------
Η γνώση για την εξάπλωση της σιταρήθρας στην Ελλάδα είναι ελλιπής. Το είδος έχει δύο διακριτούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς: ο ένας βρίσκεται σε χαμηλά υψόμετρα σε μία ενιαία ζώνη ανατολικά του Στρυμόνα και παρουσιάζεται επίσης σε διάσπαρτους τοπικούς πληθυσμούς σε πεδινές περιοχές της Κ. και Δ. Μακεδονίας, της Θεσσαλίας καθώς και σε κάποιους υγρότοπους (π.χ. Αλυκή Κίτρους, Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα) και στην Δυτική Ελλάδα (π.χ. Μεσολόγγι, Αμβρακικό και πιθανώς στο Δέλτα Καλαμά). Ανεπιβεβαίωτες αναφορές υπάρχουν και από κάποια νησιά (π.χ. Κέρκυρα, Θάσος, Ρόδος, Τήλος και Κρήτη). Ένας άλλος πληθυσμός (Σημείωση ΓΚ: δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δυο πληθυσμούς ξεχωριστούς, διότι μάλλον υπάρχει επικοινωνία) φωλιάζει κυρίως στα ορεινά λιβάδια Ηπείρου και Μακεδονίας. Η ορεινή κατανομή του φτάνει νότια μέχρι το Παρνασσό και τον Τυμφρηστό, αναφέρεται δε και στον Όλυμπο, χωρίς αυτό να έχει επιβεβαιωθεί (Handrinos & Akriotis, 1997). Αντίθετα στο ξεχειμώνιασμα μπορεί να βρεθεί σε ολόκληρη την χώρα και στα νησιά.
Παρουσιάζει μάλλον συνεχή κατανομή στις βόρειες πεδινές περιοχές της χώρας σε Μακεδονία και Θράκη, και όπου οι πληθυσμοί είναι συμπαγείς θα πρέπει να θεωρείται κατά τόπους συχνό. Αντίθετα στις ορεινές περιοχές και στους υγρότοπους έχει μεγάλο βαθμό κατακερματισμού. Ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές πρέπει να θεωρείται σπάνιο. Ο αναπαραγωγικός πληθυσμός εκτιμάται σε 2000-5000 ζευγάρια αν και δεν έχει γίνει συστηματική απογραφή του (πιθανώς να υποεκτιμάται αφού δεν είναι γνωστή η πληθυσμιακή πυκνότητα ανά υποπληθυσμό, ούτε εάν κάποιες περιοχές διατηρούν σημαντικό ποσοστό του αναπαραγόμενου εθνικού πληθυσμού). Το ίδιο ισχύει και για τις περιοχές και τους διαχειμάζοντες πληθυσμούς, αφού τοπικά είναι ακόμη άφθονο σχηματίζοντας πολυάριθμα σμήνη (π.χ. κοιλάδα Αξιού, Έβρου). Επειδή μεγάλο μέρος του πληθυσμού βορειότερων χωρών ξεχειμωνιάζει στην χώρα μας, η Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία για την διατήρηση της σιταρήθρας και εκτός των συνόρων, όπου το είδος εμφανίζει μεγάλη πληθυσμιακή συρρίκνωση.
Η σταρήθρα είναι χαρακτηριστικό εδαφόβιο είδος που απαντά σε αγροτικές εκτάσεις και βοσκότοπους με χαμηλή βλάστηση. Αναλυτικότερα συναντάται σε φυσικά στεπόμορφα λιβάδια και βοσκότοπους (9.2.), σε χέρσα εδάφη (3.1.5.), χορτολίβαδα, (3.1.1.) καθώς και σε καλλιέργειες (9.1.) που εναλλάσσονται με βοσκότοπους. Αναλυτικότερα αναπαράγεται κυρίως σε χωράφια όπου δεν ασκείται εντατική γεωργία και κυριαρχούν τα σιτηρά, οι αγραναπαύσεις και οι αμειψισπορές, σε παράκτιες περιοχές, σε υγροτόπους, καθώς και σε φυσικά ή ανθρωπογενή λιβάδια που βόσκονται, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα ορεινά λιβάδια, συχνά σε υψόμετρα άνω των 1000 μέτρων ως και κοντά σε κορυφές πολύ ψηλών βουνών π.χ. 2500 μέτρα στον Βόρρα (Handrinos & Akriotis, 1997).
Στην χώρα μας δεν έχουν γίνει ακόμη εξειδικευμένες μελέτες σχετικά με την οικολογία του, που πιθανά να διαφέρει από άλλες περιοχές της κατανομής του. Αντίθετα αποτελεί ένα από τα καλύτερα μελετημένα είδη των αγροτικών περιοχών της βορειοδυτικής Ευρώπης. Η Σταρήθρα φωλιάζει στο έδαφος και το ύψος του χόρτου μεταξύ 20-60 εκ. είναι κρίσιμο για την επιλογή φωλιάς (Wilson et al. 1997). Κάνει 2-6 αυγά και κάνει έως και 4 αναπαραγωγικές προσπάθειες εντός μίας αναπαραγωγικής περιόδου.
Τρέφεται με έντομα, κυρίως σκαθάρια (Carabidae, Elateridae, Crysomelidae, και Curculionidae) ενώ οι νεοσσοί ταΐζονται με λάβρες π.χ. από πεταλούδες, αράχνες κ.α. (Odderskær et al. 1997). Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου είναι κυρίως φυτοφάγο τρεφόμενο με ποικιλία σπόρων από υπολείμματα καλλιεργειών σιτηρών και φύλλα από άγρια λιβαδικά φυτά («ζιζάνια»), ενώ μεγάλη διατροφική αξία έχουν τα δικοτυλήδονα φυτά που βρίσκονται εντός των καλλιεργειών (Green, 1978, Wakeham-Dawson & Aebischer, 1998, Donald et al. 2001).
Στην χώρα μας δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για δραστηριότητες που επιδρούν αρνητικά στο είδος. Αντίθετα στην βόρεια Ευρώπη αυτές έχουν διασαφηνιστεί και εφαρμόζονται ήδη με επιτυχία ειδικά αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα (Morris et al. 2004), έτσι ώστε οι αγρότες να αποζημιώνονται για δραστηριότητες και πρακτικές που ωφελούν το είδος. Κύρια απειλή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η εντατικοποίηση της γεωργίας με τη μείωση της χωρικής ετερογένειας και της δομής της βλάστησης στις αγροτικές εκτάσεις, όπως με τις μονοκαλλιέργειες που προέκυψαν από αναδασμούς (Odderskær et al. 1997), την αλλαγή των γεωργικών πρακτικών π.χ. της φθινοπωρινής σποράς των σιτηρών αντί την άνοιξη (Chamberlain et al. 1999) και την συχνότερη και επανελεγμένη κοπή του χόρτου (Donald et al. 2002). Έχει βρεθεί ότι το είδος προτιμά ιδιαίτερα, τόσο για αναπαραγωγή όσο και για ξεχειμώνιασμα, τις εκτάσεις σε αγρανάπαυση (Poulsen et al. 1998, Chamberlain et al. 1999, Henderson et al, 2000, Donald, 2001) τις βιολογικές καλλιέργειες σιτηρών (Odderskær et al. 1997, Rahmann et al. 2006) και αποφεύγει τις μονοκαλλιέργειες αλλά και τις περιοχές με φυτοφράχτες και υποδομές (Chamberlain & Gregory, 1999). Ακόμη η εντατική και αλόγιστη χρήση των γεωργικών φαρμάκων (κυρίως εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων) μειώνουν την διαθέσιμη τροφή σε έντομα το καλοκαίρι και την ποικιλία φυτών τον χειμώνα (Donald, 2001). Επίσης πολύ αρνητικό ρόλο έχει η μείωση των εκτάσεων με υπολείμματα καλλιεργειών (όπως π.χ με την καύση της καλαμιάς στην Ελλάδα) που μειώνει τον σημαντικότερο χώρο κάλυψης και διατροφής τους τον χειμώνα (Wakeham-Dawson & Aebischer, 1998). Τέλος στα χωράφια πολλές φωλιές πέφτουν θύματα χερσαίων θηρευτών π.χ. διότι τοποθετούνται πάνω στις αυλακιές από τα τρακτέρ. Ακόμη στους βοσκότοπους της Ευρώπης η αύξηση της βοσκοφόρτωσης μείωσε δραματικά το ύψος χόρτου καθιστώντας ακατάλληλο τον χώρο φωλιάσματος, ενώ αυξάνει και τον κίνδυνο καταστροφής των αυγών από τα διερχόμενα ζώα (Donald et al. 2002 ).Τον ίδιο κίνδυνο διατρέχουν και οι φωλιές από τα τρακτέρ στα κοφτολίβαδα, εκεί όπου η συχνή κοπή τους έχει αντικαταστήσει την παραδοσιακή συλλογή σανού. Τέλος μία από τις κυριότερες απειλές στην βορειοδυτική και κεντρική Ευρώπη πιστεύεται ότι είναι και η αλλαγή του κλίματος με τα ποιο υγρά καλοκαίρια (Tucker & Heath, 1994).
Στην χώρα μας αντίστοιχες αρνητικές επιδράσεις πιστεύεται ότι έχει η αλλαγή των καλλιεργειών από εκτατικής μορφής σιτηρών σε εντατικές ποτιστικές, η εγκατάλειψη της αμειψισποράς και της αγρανάπαυσης και η καταστροφή των φυσικών βοσκοτόπων με τη μετατροπή τους σε εντατικές καλλιέργειες, ιδιαίτερα στην περιφέρεια εσωτερικών υγροτόπων και στις κοιλάδες των ποταμών. Επίσης πρέπει να εξεταστεί η επίδραση της υπερβόσκησης στις πεδινές περιοχές όσο και της εγκατάλειψης της στα ορεινά λιβάδια που οδηγεί στην αύξηση του ύψους του χόρτου και την εισβολή θάμνων και δέντρων. Ακόμη η εκτός σχεδίου δόμηση και η ραγδαία αστικοποίηση των κάμπων καταστρέφει ολοκληρωτικά το βιότοπό του, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και αύξηση των θηρευτών που αποτελούν κίνδυνο για αυγά και νεοσσούς (Tucker & Heath, 1994). Τέλος άγνωστη είναι η επίδραση του κυνηγιού που επιτρέπεται στην χώρα μας, αφού δεν έχει γίνει ακόμη καμία μελέτη σχετικά με την επίδραση της κυνηγετικής κάρπωσης και της κυνηγετικής περιόδου τόσο στους τοπικούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς όσο και στα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στην χώρα.
Άλλη
Χρήση αγροχημικών για την καταπολέμηση των εντόμων και ζιζανίων (μείωση διαθέσιμης τροφής καλοκαίρι και χειμώνα).
Χρήση λιπασμάτων για βελτίωση της απόδοση της παραγωγής.
Προστατεύεται σε διεθνές (Παρ. Ι της 79/409/ΕΕ, ΙΙ της Σύμβασης Βέρνης, ΙΙ της Σύμβασης Βόννης) και ελληνικό επίπεδο (απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΑΤ) (Χανδρινός 1992, Tucker & Evans 1997).
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του δεν βρίσκεται εντός του δικτύου Natura 2000 και SPA’s.
Το κυνήγι του είδους επιτρέπεται στην Ελλάδα (βλεπ. Ρυθμιστική). Επίσης αιχμαλωτίζεται συχνά και πωλείται παράνομα ως άγριο ωδικό πτηνό.
Τι ποσοστό (%) του συνολικού πληθυσμού χρησιμοποιείται; = 2 %
Purpose/Type of Use - 1. Food - human - Food and beverages for human consumption/nutrition. = Subsistence, National. 13. Pets/display animals, horticulture - Includes animals used as pets and for display (e.g. in zoos, circuses); plants used for re-planting for ornamental purposes, including in private gardens and public display (e.g. in botanical gardens) = Subsistence, National, International.
Primary forms removed from the wild - 1. Whole animal/plant - Removal of the whole individual from the wild population = 0-25%.
Source of specimens in commercial trade 1. Wild - Specimens taken from natural habitat, with no human intervention in terms of enhancing individual survival or production = 100%.
Τάσεις στη συλλογή/συγκομιδή από το φυσικό τους περιβάλλον σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό τα τελευταία 5 χρόνια = Μείωση
Τάση στο ποσό συλλογής/συγκομιδής που προκαλείται λόγω εξημέρωσης και καλλιέργειας τα τελευταία 5 χρόνια = Άγνωστη
Αποδήμος Ντίνος (1993). Περιγραφικό λεξικό των πουλιών της Ελλάδας. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Beaman, M. & Madge, S. (1998). The handbook of Bird Identification for Europe and Western Palearctic. Christopher Helm. A & C Black. London.
BirdLife International (2004). Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. Cambridge, UK: BirdLife International. (BirdLife Conservation Series No. 12).
Chamberlain, D. E., & Gregory R. D. (1999). Coarse and fine scale habitat associations of breeding Skylarks Alauda arvensis in the UK. Bird Study 46: 34-47.
Chamberlain, D. E., Wilson, S A.M., Browne J. & Vickery, J.A. (1999). Effects of habitat type and management on the abundance of skylarks in the breeding season. Journal of Applied Ecology 36: 856-870.
Donald, P. F., Evans, A. D., Muirhead, L. B., Buckingham, D. L., Kirby, W. B., & Schmitt, S. I. A. (2002). Survival rates, causes of failure and productivity of Skylark Alauda arvensis nests on lowland farmland. Ibis 144: 652–664.
Donald, P.F., Buckingham, D.L., Moorcroft, D. Muirhead, L.B. Evans A.D. & Kirby, W.B. (2001). Habitat use and diet of skylarks Alauda arvensis wintering on lowland farmland in southern Britain. Journal of Applied Ecology 38: 536–547
Gren, R. (1978). Factors affecting the diet of farmland Skylarks Alauda arvensis. Journal of Animal Ecology 47: 913-928.
Handrinos, G. & Akriotis, T. 1997. The Birds of Greece. Christopher Helm, A &C Black. London
Henderson, I. G., Cooper, J., Fuller, J. R. & Vickery, J. (2000). The relative abundance of birds on set-aside and neighbouring fields in summer. Journal of Applied Ecology 37: 335-347.
Morris, A. J., Holland, M. J., Smith, B., & Jones, E. N. (2004). Sustainable Arable Farming For an Improved Environment (SAFFIE): managing winter wheat sward structure for Skylarks Alauda arvensis. Ibis 146: 155–162.
Odderskær, P., Prang, Α., Poulsen J. G., Andersen, P. N., Elrnegaard, N. (1997). Skylark (Alauda arvensis) utilisation of micro-habitats in spring barley fields. Agriculture, Ecosystems and Environment 62: 21-29.
Poulsen G.J, Sotherton, N., Aebisher J. N. (1998). Comparative nesting and feeding ecology of skylarks Alauda arvensis on arable farmland in southern England. Journal of Applied Ecology 35: 131-147.
Rahmann, G., Paulsen, H., Hötker, H., Jeromin, K., Schrader, S., Haneklaus, S., & Schnug, E. (2006). Contribution of organic farming to conserving and improving biodiversity in Germany – the example avi-fauna In: G. Rahmann, H Paulsen, H Hötker, K Jeromin, S Schrader, S Haneklaus and E Schnug (2006): Contribution of organic farming to conserving and improving biodiversity in Germany. The example avi-fauna. COR 2006, Aspects of Applied Biology 79: 187-190.
Tucker, G. M. & Heath, M. F. (1994). Birds in Europe: their conservation status. Cambridge, United Kingdom: BirdLife International. (BirdLife Conservation Series no.3).
Wakeham-Dawson, A., & Aebischer N.J. (1998). Factors determining winter densities of birds on Environmentally Sensitive Area arable reversion grassland in southern England, with special reference to skylarks (Alauda arvensis) Agriculture, Ecosystems and Environment 70: 189-201.
Wilson, J.D., Evans, J., Browne, S.J. & King, J.R. (1997). Territory distribution and breeding success of skylarks Alauda arvensis on organic and intensive farmland in southern England. Journal of Applied Ecology 34: 1462-1478.
3. Λιβάδια
3.1 Εύκρατα λιβάδια
3.1.1. Χορτολίβαδα = 1
3.1.2. Υπαλπικά και αλπικά λιβάδια = 1
3.1.4. Αλατούχες και γυψούχες στέπες = 1
3.1.5. Χέρσα εδάφη = 1
4. Υγρότοποι (εσωτερικοί)
4.15. Εποχιακές/περιοδικές αλμυρές, υφάλμυρες ή αλκαλικές λίμνες και πεδία = 2
8. Ακτές
8.4. Περιοδικά κατακλυζόμενες ιλυώδεις και αμμώδεις περιοχές και αλίπεδα χωρίς βλάστηση = 9
8.5. Περιοδικά κατακλυζόμενα έλη [περιλαμβάνει αλμυρόβαλτους] = 2
9. Τεχνητά – Χερσαία
9.1. Καλλιέργειες (δημητριακά, ορυζώνες, κλπ) = 1
9.2. Βοσκότοποι που διαχειρίζονται, φυτεύονται ή λιπαίνονται = 1