ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
-----------
Υπάρχουν τρία διακριτά υποείδη στον πλανήτη. Το ομώνυμο υποείδος εξαπλώνεται στις μεσογειακές χώρες, τη μέση και εγγύς Ανατολή, στην ζώνη του Sahel και τη Νοτιοδυτική Αφρική, το υποείδος N percnopterus ginginianus στην Ινδική χερσόνησο και το ενδημικό υποείδος N p majorensis στα Κανάρια Νησιά όπου διατηρεί έναν μικροσκοπικό πληθυσμό (<30 ζευγάρια). Στην Ευρώπη ο πληθυσμός του εντοπίζεται στην Ισπανία που αποτελεί και το προπύργιό του (1200 ζεύγη), τη Γαλλία (όπου μετά την εφαρμογή προγράμματος Life εντοπίζονται οι μόνες ανοδικές πληθυσμιακές τάσεις παγκοσμίως), την Ιταλία και τα Βαλκάνια (Βουλγαρία, Αλβανία, ΠΓΔΜ) (Barov and Inigo, in prep). Άγνωστος παραμένει ο πληθυσμός της Τουρκίας που υπολογιζόταν πρόσφατα σε 1500-3000 (BirdLife International 2004). Ο Ελληνικός πληθυσμός εντοπίζεται στη Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία ενώ πιθανόν να υπάρχουν και ελάχιστα ζευγάρια στη Στερεά Ελλάδα. Ο πληθυσμός των Βαλκανίων ξεχειμωνιάζει στην Αφρική, με την πλειονότητα των πουλιών να διέρχεται από το διάδρομο του Βοσπόρου, ενώ πρόσφατα εντοπίστηκε και τακτική φθινοπωρινή μετανάστευση από τον διάδρομο της ΝΑ Πελοποννήσου – Αντικυθήρων (ΕΟΕ, αδημοσ. δεδομένα, Κομινός Θόδωρος, προσ. επικοινωνία).
Ο ασπροπάρης παλαιότερα ήταν ευρύτατα διαδεδομένος τουλάχιστον στη ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι Donazar et al (2005), αναφέρουν και παλαιότερη αναπαραγωγή στην Κρήτη.
Κατόπιν πρόσφατης έρευνας (Sidiropoulos et al, in prep) είναι γνωστά περίπου 30 επικράτειες, με τις μισές να εντοπίζονται στον Έβρο (WWF Ελλάς, 2005 και 2008 αδημοσίευτα δεδομένα). Μεμονωμένα ζεύγη πιθανόν να επιβιώνουν σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, αλλά με βάση τις διαφαινόμενες μειώσεις στα προπύργια του πληθυσμού του (Θεσπρωτία, Ιωάννινα, Τρίκαλα), ο συνολικός πληθυσμός του είδους σε όλη την χώρα εκτιμάται ότι δεν πρέπει να ξεπερνά τα 50 ζευγάρια. Οι αρχαιότερες διαθέσιμες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 200-250 ζεύγη (Ηandrinos, 1985), ενώ στη μακρά προηγούμενη περίοδο που προβλέπουν οι τρεις γενιές (52 χρόνια Barov and Inigo, in prep) ο πληθυσμός πρέπει ήταν πολύ μεγαλύτερος, καθώς στο μεσοδιάστημα μεσολάβησε η ευρύτατη χρήση της στρυχνίνης για την καταπολέμηση των «επιβλαβών». Οι εκτιμήσεις την περίοδο 1985-2003:
1). <70, Hallmann (1996)
2). 100-200 Handrinos and Akriotis (1997)
3). 100-140 αφορά την περίοδο 1994-2003, Bourdakis (2003)
Α2: Το είδος παρουσίασε μεγάλη μείωση πληθυσμού (>80 %) κατά τις τελευταίες 3 γενιές και οι κυριότερες απειλές εξακολουθούν να υφίστανται.
**Αν η αξιολόγηση με βάση το μήκος 3 γενεών δεν θεωρηθεί αξιόπιστη λόγω ανεπάρκειας ποσοτικών εκτιμήσεων πριν το 1980 και δεδομένου,
• του μέγιστου αριθμού ώριμων ατόμων που καταμετρήθηκαν σε χώρους παραδοσιακών συγκεντρώσεων το τρέχον έτος (<30),
• της συνολικής χαμηλής τρέχουσας εκτίμησης (μέγιστο 50 ζεύγη), και
• του ότι οι πληθυσμοί των γειτονικών χωρών (BG, FYROM, AL) μειώνονται ή στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι σταθεροί και δεν πρόκειται να επηρεάσουν δραματικά θετικά το καθεστώς του πληθυσμού στην Ελλάδα,
• Ο πληθυσμός δεν θα παρουσιάσει ανοδική τάση τα επόμενα χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση θα σταματήσει η πτώση (δύσκολο και αυτό αν δεν αλλάξει δραματικά η κατάσταση με την ανεξέλεγκτη χρήση των δολωμάτων).
Eναλλακτικά καλύπτεται από το κριτήριο
C1: Λιγότερο από 250 ώριμα άτομα και πάνω από 25 % μείωση εντός μια γενιάς που είναι
14 έτη BirdLife international 2008, species fact sheet (http://www.birdlife.org/datazone/species/index.html?action=SpcHTMDetails...)
ή 17,8 έτη Barov and Inigo European Species Action Plan in prep (πιο πρόσφατη αξιολόγηση).
Για τους παραπάνω λόγους το είδος αξιολογείται ως κρισίμως κινδυνέυον.
----------
Αναπαράγεται στην περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, στην Θεσσαλία στην περιοχή των Τρικάλων-Καλαμπάκας, στην Ήπειρο σε Ιωάννινα, Κόνιτσα και Θεσπρωτία, πιθανόν μεμονωμένα ζεύγη να επιβιώνουν ακόμη στην υπόλοιπη Θεσσαλία και στην Στερεά Ελλάδα.
0-50 ζεύγη (max 100-150 άτομα). Ο κύριος υποπληθυσμός (άνω των 15 ζευγαριών), εντοπίζεται στην Ανατολική Θράκη στους νομούς Έβρου (Σουφλίου) και Ροδόπης (Κομοτηνή), σε αντιστοιχία με τον γειτονικό της Βουλγαρίας. Μεμονωμένα ζευγάρια υπάρχουν κατά μήκος των συνόρων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και διάσπαρτα στην υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία. Ο υποπληθυμός Τρικάλων-Καλαμπάκας έχει υποστεί πρόσφατα μεγάλη μείωση και δεν πρέπει να ξεπερνά πλέον τα 5 ζεύγη, αντίστοιχα όπως και στην περιοχή Ιωαννίνων, Κόνιτσας και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσπρωτίας όπου το είδος αναπαράγεται κοντά στην Ελληνοαλβανική μεθόριο, συνδεδεμένος με λιγότερα από 20 ζευγάρια που φωλιάζουν στην γειτονική νότια Αλβανία (Hallman, 2007) Ίσως επιβιώνουν ακόμη κάποια μεμονωμένα ζευγάρια στην Στερεά Ελλάδα.
Προμεταναστευτικές συγκεντρώσεις του είδους σε παραδοσιακούς χώρους όπου ιστορικά είχε καταγραφεί σε πληθυσμούς άνω των 100 ατόμων πριν 20-30 χρόνια, δεν ξεπερνάει σήμερα τα 10-20 άτομα.
Ο ασπροπάρης χρησιμοποιεί αραιά δρυοδάση (1.4.2.1), θαμνώνες (2.1-3), μη εντατικές καλλιέργειες (9.1) δημητριακών και τριφύλλης και κάθε λιβαδικό τύπο (4.1-4.5) ανάλογα με τη διαθεσιμότητα τροφής (κυρίως νεκρά ζώα και νεαρές χελώνες), ενώ για την αναπαραγωγή του είδους είναι απαραίτητες οι βραχώδεις εκτάσεις (5) όπου μπορεί να φωλιάσει ακόμη και σε χαμηλές θέσεις (Ceballos and Donazar 1985, Vlachos et al 1998).
Ιδιαίτερα σημαντικές για την τροφοληψία του είδους έχουν αποδειχθεί οι ανοιχτές χωματερές όπου απορρίπτονται νεκρά ζώα και ζωικά απόβλητα και ακολούθως οι ΧΤΑΠ (ταΐστρες) (Vlachos et al 1997, Bourdakis 2003, Σιδηρόπουλος κ α 2007, Sidiropoulos et al in prep).
Το είδος γενικώς μπορεί να τραφεί και με οποιοδήποτε οργανικό κατάλοιπο ζωικής προέλευσης, ακόμη και περιττώματα θηλαστικών για τα απαραίτητα καροτενοειδή που δίνουν το έντονο κίτρινο χρώμα στο δέρμα του κεφαλιού (Negro et al 2002) καθώς με μικρά σπονδυλόζωα. Στα Βαλκάνια τρέφεται κυρίως με χελωνάκια που συλλαμβάνει ζωντανά (Cramp and Simmons, 1980, Hidalgo et al 2005,).
Η αναπαραγωγική διασπορά έχει μελετηθεί στην Ισπανία και ο μ. ο. είναι μόλις 17 και 22 km για αρσενικά και θηλυκά άτομα αντίστοιχα (Carrete et al, 2007), κάτι που καταδεικνύει τη δυσκολία επαναποίκισης παλαιότερων μεμονωμένων επικρατειών. Στο υπό διαμόρφωση Action Plan για την ευρωπαϊκή επιτροπή (Barov and Inigo in prep), αναφέρεται και η ετήσια τάση επιβίωσης (μελετήθηκε στην Ισπανία από τους Grande et al) που είναι ανώτερη για τα επικρατειακά ενήλικα, λίγο χαμηλότερη για τα ανώριμα άτομα (που παραμένουν κυρίως στην Αφρική ώσπου να φτάσουν σε αναπαραγωγική ηλικία), ενώ η χαμηλότερη επιβίωση παρατηρείται στα υποενήλικα άτομα κατά την αναπαραγωγική διασπορά.
Στη χώρα μας είναι παρόν από τα μέσα-τέλη Μάρτη ως τα μέσα Σεπτέμβρη. Τον Απρίλιο και τον Μάιο λαμβάνουν χώρα οι εναέριες επιδείξεις του ζεύγους, το ζευγάρωμα και η επώαση (1-2 αυγά), ενώ οι περισσότεροι νεοσσοί έχουν εκκολαφθεί περί το τέλος Ιουνίου. Τα νεαρά μένουν στη φωλιά και την γύρω περιοχή ως τα τέλη Αυγούστου – μέσα Σεπτεμβρίου (Vlachos et al 1998).
Κυριότερη απειλή για την επιβίωση των ενήλικων ατόμων που είναι η πιο κρίσιμη δημογραφική παράμετρος στα μεγάλα αρπακτικά με αργούς αναπαραγωγικούς ρυθμούς και μεγάλη διάρκεια ζωής, (Whitfield et al 2006) αποτελούν τα δηλητηριασμένα δολώματα που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ελληνική ύπαιθρο. Ακόμη η διαθεσιμότητα τροφής επηρεάζεται αρνητικά από τις σύγχρονες αλλαγές των χρήσεων γης (δάσωση και εγκατάλειψη ορεινών αγροτικών περιοχών και της κτηνοτροφίας, εντατικοποίηση και εκμηχάνιση της γεωργίας στις πεδινές περιοχές, (για άμεσες επιπτώσεις βλ παρακάτω), ενώ η τρέχουσα και επερχόμενη αξιοποίηση των ΑΠΕ (αιολική και υδροηλεκτρική) αποτελεί αιτία ενόχλησης στις αναπαραγωγικές θέσεις, όπου δεν υπάρχουν κατάλληλες ΜΠΕ, ή άμεσης θανάτωσης όταν πρόκειται για ανεμογεννήτριες εγκατεστημένες στις περιοχές τροφοληψίας λόγω ότι το είδος πετάει κυρίως παθητικά (χρήση ανοδικών ρευμάτων). Στην Ισπανία έχουν εντοπιστεί πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από την συσσώρευση αντιβιοτικών κτηνιατρικών φαρμάκων στην αναπαραγωγική επιτυχία (Lemus et al 2008).
Στην Ελλάδα το είδος χρησιμοποιούσε τακτικά ανοιχτές χωματερές όπου γινόταν τακτική απόθεση νεκρών ζώων και υπολειμμάτων σφαγείων και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τέτοιες θέσεις όπου αυτή πρακτική συνεχίζεται. Οι τελευταίες ανοιχτές χωματερές, σύμφωνα με υποχρεώσεις της Ελλάδας που απορρέουν από επικυρωμένη Ευρωπαϊκή νομοθεσία, κλείνουν ή θα κλείσουν στο άμεσο μέλλον. Σε συνδυασμό με την μείωση της εκτατικής κτηνοτροφίας, πιθανές μειώσεις στους πληθυσμούς χελωνών και τις υγειονομικές διατάξεις που υπαγορεύουν την άμεση ταφή κάθε νεκρού ζώου στην ύπαιθρο, το είδος αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα διαθεσιμότητας τροφής, στο άμεσο μέλλον.
Άγνωστο και υπό διερεύνηση παραμένει διεθνώς το πώς επιδρούν τυχόν περιοριστικοί παράγοντες στις περιοχές διαχείμασης.
Άλλη = * Η φωτορύπανση αφορά τον τεχνητό φωτισμό (με προβολείς βραχωδών) σχηματισμών που φωλιάζει το είδος για λόγους τουριστικής ανάδειξης.
Ο ασπροπάρης περιλαμβάνεται στα αυστηρά προστατευόμενα είδη
• του Παραρτήματος Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «περί της διατήρησης των
άγριων πτηνών»,
• του Παραρτήματος ΙΙ (είδη πανίδας υπό αυστηρή προστασία) της Διεθνούς Σύμβασης για
τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης (Σύμβαση
Βέρνης), όπως αυτή κυρώθηκε με το Ν. 1335/83.
• στο Παράρτημα ΙΙ της Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση των Μεταναστευτικών
ειδών άγριων ζώων (Σύμβαση Βόννης).
• του παραρτήματος της Υπουργικής Απόφασης 414985/1985 του Υπουργείου Γεωργίας.
• στα είδη με δυσμενές καθεστώς διατήρησης στην Ευρώπη (SPEC 3: Είδη μη
συγκεντρωμένα στην Ευρώπη, αλλά με δυσμενές καθεστώς διατήρησης), σύμφωνα με
την έκδοση του BirdLife International “Birds in Europe: their conservation status”
(BirdLife International 2004).
• στα V: Τρωτά είδη στο Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας
(Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία & Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία 1992).
----------
BAROV, S AND INIGO A, (COMP.) in prep. Species Action Plan for the Egyptian Vulture (Neophron percnopterus) in the European Union. BirdLife International
BIRDLIFE INTERNATIONAL, 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife Conservation series No. 12. BirdLife International. Cambridge.
BOURDAKIS, S. 2003. Localization and mapping of breeding areas and colonies of the species: Griffon vulture Gyps fulvus, Black vulture Aegypius monachus, Bearded vulture Gypaetus barbatus, Egyptian vulture Neophron percnopterus, Golden eagle Aquila chrysaetos and Imperial eagle Aquila heliaca in Greece. Report of the project “Urgent actions for the protection of threatened raptor species in Greece”. Hellenic Ornithological Society, Greece (unpublished report). 61 p. (in Greek).
CARRETE m, GRANDE J M, TELLA J L SANCHEZ-ZAPATA J A, DONAZAR J A, DIAZ-DELGADO R AND ROMO A (2007) : Habitat, human pressure, and social behavior: Partialling out factors affecting large-scale territory extinction in an endangered vulture. Biological Conservation 136: 143-154.
CEBALLOS O A AND DONAZAR J A 1985: Factors influencing the breeding density and nest site selection of the Egyptian vulture. J of Ornithology 130: 353-359.
CRAMP, S AND SIMMONS, K.E.L. 1980. (Ed.) The birds of Western Palearctic. Oxford University Press, Vol.II.
DONAZAR , J. A., GAGNOSO L, FORERO, M G AND JUSTE J (2005): Presence, richness and extinction of birds of prey in Mediterranean and Macaronesia islands. J of Biogeography. 32: 1701-1713.
EΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΝΙΘΟΛΟΓΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Αδημοσίευτα στοιχεία από τη μετανάστευση αρπακτικών μέσω της νήσου των Αντικυθήρων.
HALLMANN, B. 1996. Greece’s Endangered Birds of Prey, Eleven hour to 10 species. WWF – Hellas (unpublished report).
ΗALLMANN, B 2007. BVCF/FZS Balkan Vulture Action Plan: Vulture monitoring in Albanian and Greek Epiros. Unpublished Report.
HANDRINOS, G AND AKRIOTIS, T. H. 1997. The Birds of Greece. Macmillan. London.
HANDRINOS, G. 1985. The status of vultures in Greece. In: Conservation Studies of Raptors. I. Newton & R. Chancellor (Eds.): 103-115. ICBP Technical Publication No 5. ICBP. Cambridge.
HIDALGO S, ZABALA J, ZUBEROGOITIA I, AZKONA A AND CASTILLO I 2005: Food of the Egyptian Vulture (Neophron percnopterus) in Biscay. Buteo 14: 23-29.
ΚΟΜΙΝΟΣ Θ. Προσωπική Επικοινωνία.
LEMUS, J A, BLANCO G, GRANDE J, ARROYO B, GARCIA – MONTIJANO AND MARTINEZ F. 2008 Antibiotics Threaten Wildlife: Circulating Quinolone Residues and Disease in Avian Scavengers.PLoS one http://www.plosone.org/article/info%3Adoi%2F10.1371%2Fjournal.pone.0001444
NEGRO J J, GRANDE J M, GARRIDO J, HORNERO D, DONAZAR J A, SANCHEZ-ZAPATA J A, BENITEZ J R, BARCELL M 2002: Coprophagy: an unusual source of essential carotenoids. Nature 6883: 807-808.
Σιδηρόπουλος, Λ., Τσιακίρης, Ρ., Κωνσταντίνου, Π., και Αζμάνης, Π. (2006). Η σημασία του ορεινού τόξου Αλμωπίας στην διατήρηση των αρπακτικών πουλιών στα Βαλκάνια. Στο: Πρακτικά 3ου συνεδρίου Ελληνικής Οικολογικής Εταιρείας και Ελληνικής Ζωολογικής Εταιρείας « Οικολογία και Διατήρηση της Βιοποικιλόητας», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 16-19 Νοεμβρίου 2006, σελ. 309-3314.
SIDIROPOULOS, L., TSIAKIRIS R and others: BVCF / FZS Balkan Vulture Action Plan: Rapid Assesment of the Egyptian Vulture Population in Greece. Unpublished Report. Hellenic Ornithological Society (In prep).
SCHINDLER, S. RUIZ C. AND POIRAZIDIS K. 2005. « Raptor Monitoring in the National Park of Dadia-Lefkimi-Soufli Forest», Dadia NP Systematic Monitoring 2005. Technical Report ,WWF Greece, Athens, 74 pages.
VLACHOS G C, PAPAGEORGIOU N K, AND BAKALOUDIS D E 1998: Effects of the feeding station establishment on the Egyptian Vulture Neophron percnopterus in Dadia Forest, North Eastern Greece. In: CHANCELLOR, R D, MEYBURG B-U, AND FERRERO J J.: Holarctic Birds of Prey. ADENEX-WWGBP. Merida and Berlin 680 pp.
WHITFIELD P D, FIELDING A H, MCLEOD D R A, HAWORTH P F AND WATSON J 2006: A conservation framework for the golden eagle in Scotland: Refining condition targets and assessment of constraint influences. Biological Conservation 130: 465-480.
WWF ΕΛΛΑΣ. 2008. Αδημοσίευτα στοιχεία.
XIROUCHAKIS, S.M & R. TSIAKIRIS 2008. Status and population trends of vultures in Greece. In: DONÁZAR, J.A. & MARGALIDA, A. (Eds): Vulture conservation and carcass management (In press).
1. Δάση
1.4. Εύκρατα Δάση
1.4.2.1. Ξηρόφιλλα φυλλοβόλα (Quercion confertae) = 1
1.4.2.2. Ostryo-Carpinion = 1
2. Θαμνώνες
2.1. Φρύγανα = 1
2.2. Αείφυλλα – Πλατύφυλλα = 1
2.3. Αείφυλλα – Σκληρόφυλλα (Πρινώνες) = 2
3. Λιβάδια
3.4 Εύκρατα λιβάδια
3.4.1. Χορτολίβαδα = 1
3.4.2. Υπαλπικά και αλπικά λιβάδια = 1
3.4.3. Φυσικά ξέφωτα = 2
3.4.4. Αλατούχες και γυψούχες στέπες = 2
3.4.5. Χέρσα εδάφη = 2
4. Υγρότοποι (εσωτερικοί)
4.1. Ποτάμια/Ρυάκια μόνιμης ροής [περιλαμβάνονται οι καταρράκτες] = 2
4.2. Ποτάμια/Ρυάκια παροδικής ροής = 1
5. Βραχώδεις περιοχές [π.χ. γκρεμοί, κορυφές βουνών] = 1
9. Τεχνητά – Χερσαία
9.1. Καλλιέργειες (δημητριακά, ορυζώνες, κλπ) = 2
9.2. Βοσκότοποι που διαχειρίζονται, φυτεύονται ή λιπαίνονται = 2
10. Τεχνητά – υδρόβια
10.2. Δεξαμενές αλλά και λιμνούλες για πότισμα ζώων (κάτω των 80 στρεμμάτων) = 2
12. Άλλο = 1 = Ανοιχτοί σκουπιδότοποι και χώροι απόθεσης ζωικών αποβλήτων αποτελούν σημαντικά σημεία τροφοληψίας και προμεταναστευτικών συγκεντρώσεων για το είδος. Παρομοίως όπου στην κατανομή του είδους λειτουργούν Χώροι Τροφοδοσίας Αρπακτικών Πτηνών (ταΐστρες), το είδος τις χρησιμοποιεί σταθερά.