Revision of Capra hircus aegagrus from Fri, 2019-08-09 11:26

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

Κατηγορία κινδύνου: 
1α. Επιστημονικό όνομα: 
Capra hircus aegagrus Erxleben, 1777
1β. Συνώνυμα: 

Capra aegagrus Erxleben, 1777

1γ. Ελληνικό κοινό όνομα: 
Αίγαγρος, Aγριοκάτσικο
1δ. Αγγλικό κοινό όνομα: 
Wild goat
2α. Τάξη: 
Artiodactyla Αρτιοδάκτυλα
2β. Οικογένεια: 
Bovidae
3i. Εξάπλωση: 

Α) Αίγαγρος της Κρήτης:
Επιστημονικό όνομα: Capra aegagrus cretica Shinz, 1838
Ελληνικό κοινό όνομα: Κρητικός Αίγαγρος, Αγρίμι, Κρητικό αγριοκάτσικο
Αγγλικό κοινό όνομα: Cretan wild goat, Cretan agrimi
Το είδος Capra aegagrus εξαπλώνεται στην Ελλάδα, την Α. και Ν. Τουρκία, Α. Καύκασο, Μέση Ανατολή, Ν. Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν και Ν.-Δ. Πακιστάν. Έχει εισαχθεί στις Η.Π.Α. (Νέο Μεξικό, Καλιφόρνια) και την Τσεχία (Shackleton 1997, Pedrotti and Lovari 1999).
Ο φυσικός πληθυσμός του Κρητικού αιγάγρου (Capra aegagrus cretica) βρίσκεται στα Λευκά Όρη της Δ. Κρήτης, ενώ από εκεί έχει εισαχθεί στη νησίδα Θεοδωρού των Χανίων (Papageorgiou 1972, 1974, Husband and Davis 1984). Επίσης έχει εισαχθεί από τη Θεοδωρού στα νησιά Δίας και Άγιοι Πάντες και σχετικά πρόσφατα στο νησί Σαπιέντζα Μεσσηνίας και από τους Άγιους Πάντες στο Αταλαντονήσι Φθιώτιδας (Sfougaris 1994, 1995, Sfougaris et al. 1996).

Β) Αίγαγρος της Αντιμήλου:
Επιστημονικό όνομα: Capra aegagrus pictus Erhard, 1858
Ελληνικό κοινό όνομα: Αίγαγρος της Αντιμήλου
Αγγλικό κοινό όνομα: Aegean wild goat
Στην Αντίμηλο των Κυκλάδων, ΒΔ της Μήλου, επιβιώνει ένας πληθυσμός αιγάγρου, ο οποίος χαρακτηρίζεται  ως υποείδος (Capra aegagrus pictus) (Schultze-Westrum 1963, Sfougaris 1990, 1994, 1995) και έχει προέλευση από την νεολιθική εποχή (Masseti 2009).  Ο πληθυσμός αυτός, που δεν ξεπερνάει τα 300 άτομα, επιβιώνει μέχρι σήμερα χωρίς συμπληρωματική τροφή και φαίνεται ότι έχει υποστεί σε κάποιο βαθμό υβριδισμό με ήμερα κατσίκια.

Γ) Αίγαγρος των Γιούρων:
Επιστημονικό όνομα: Capra aegagrus dorcas Reichenow, 1888
Ελληνικό κοινό όνομα: Αίγαγρος των Γιούρων
Αγγλικό κοινό όνομα: Youra wild goat
Σύμφωνα με τους Masseti and Trantalidou (2002) και Masseti (2009) με βάση υπολείμματα αιγάγρων που βρέθηκαν στα Γιούρα των Β. Σποράδων αποδείχθηκε ότι η περίπτωση αποτελεί μια από τις αρχαιότερες εισαγωγές του είδους στα νησιά του Β. Αιγαίου. Επίσης, η μορφή των αιγάγρων που ζουν σήμερα στα Γιούρα είναι αρκετά όμοια με εκείνη των αιγάγρων που ζούσαν στο νησί τη νεολιθική εποχή και θεωρείται ότι ανήκουν στο υποείδος Capra aegagrus dorcas. Ο σημερινός πληθυσμός εκτιμάται ότι δεν ξεπερνάει τα 200 άτομα.

Ένας άλλος υβριδογενής πληθυσμός που υπήρχε στη Σαμοθράκη έχει εξαφανιστεί (Sfougaris 1990, 1994, 1995). Θεωρείται ότι ανήκε στο υποείδος Capra aegagrus pictus (Masseti 2009).

3α. Κατηγορία κινδύνου: 
Κινδυνεύοντα (EN)
3β. Κριτήρια: 
Β1a + Β1biii και C2aii
4. Αιτιολόγηση της αξιολόγησης: 

--------------

5. Λόγοι αλλαγής από προηγούμενη αξιολόγηση: 
6. Πληθυσμιακές τάσεις: 
7. Ημερομηνία αξιολόγησης: 
25/10/08
8α. Αξιολογητές: 
Αθ. Ι. Σφουγγάρης, Π. Λυμπεράκης
8β. Ελεγκτές: 
-------------
9. Αιτιολόγηση - 9α. Ταξινόμηση: 

Μέχρι πρόσφατα αναγνωρίζονταν τέσσερα υποείδη του Capra aegagrus, τρία στην Ασία και το υποείδος της Κρήτης Capra aegagrus cretica Schinz, 1838 (Pedrotti and Lovari 1999). Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερα δεδομένα (Masseti and Trantalidou 2002, Masseti 2009), αναγνωρίζονται δύο ακόμη υποείδη: το πρώτο από την Αντίμηλο των Κυκλάδων και έχει χαρακτηριστεί ως υποείδος C. a. pictus Erhard, 1858 και το δεύτερο από τα Γιούρα των Β. Σποράδων και έχει χαρακτηριστεί ως υποείδος C. a. dorcas Reichenow, 1888 (Schultze-Westrum 1963, Ciani and Masseti 1991, Sfougaris 1994, 1995, Masseti and Trantalidou 2002, Masseti 2009), τα οποία έχουν υποστεί σε διάφορο βαθμό υβριδισμό με ήμερα κατσίκια.

Οι Horwitz and Bar-Gal (2006) με βάση γενετική μελέτη θεωρούν ότι ο κρητικός αίγαγρος εισήχθη από την Ασία στην Κρήτη σε άγρια μορφή και στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με ήμερα κατσίκια. Ωστόσο, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τα άγρια χαρακτηριστικά των συγγενικών του ειδών της Ασίας. Με αυτή την έννοια αποτελεί μοναδική μορφή αιγάγρου στην Ευρώπη, λόγο για τον οποίο χρήζει διατήρησης κατά προτεραιότητα.

9β. Γεωγραφική εξάπλωση: 

Ο φυσικός πληθυσμός του Κρητικού αιγάγρου (Capra aegagrus cretica Schinz, 1838) εξαπλώνεται στα Λευκά Όρη της Δ. Κρήτης σε μια έκταση 15.000 Ha, ενώ από εκεί έχει εισαχθεί στη νησίδα Θεοδωρού των Χανίων (68 Ha). Από τη Θεοδωρού εισήχθη στα νησιά Μονή (160 Ha) κοντά στην Αίγινα, Δίας (1.250 Ha) κοντά στο Ηράκλειο, Άγιοι Πάντες (30 Ηa) κοντά στον Αγ. Νικόλαο Κρήτης και σχετικά πρόσφατα στη Σαπιέντζα Μεσσηνίας (850 Ha). Από τους Άγ. Πάντες εισήχθη σχετικά πρόσφατα στο Αταλαντονήσι Φθιώτιδας (180 Ha). Τέλος, έχει εισαχθεί και στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας. Εκτός από τον αρχικό πληθυσμό των Λευκών Ορέων, σημαντικοί θεωρούνται οι πληθυσμοί της Θεοδωρούς και της Σαπιέντζας (Sfougaris 1994, 1995). Επειδή στο νησί Δίας δημιουργήθηκαν υβρίδια με ήμερα κατσίκια, γίνεται προσπάθεια απομάκρυνσης όλου του πληθυσμού (παραμένουν σήμερα 4-5 ζώα), με σκοπό τη μελλοντική εισαγωγή καθαρόαιμων ατόμων.

Το υποείδος C. a. pictus Erhard, 1858 ζει στην Αντίμηλο των Κυκλάδων, έκτασης 1.000 Ηa και το υποείδος  C. a. dorcas Reichenow, 1888 στα Γιούρα των Β. Σποράδων, έκτασης 1.200 Ηa.

9γ. Πληθυσμός: 

Το μέγεθος του πληθυσμού του Κρητικού αίγαγρου στα Λευκά Όρη δεν είναι με ακρίβεια γνωστό. Εκτιμάται κατά προσέγγιση σε 700 άτομα (Αλκ. Γκέσκος, προσωπική επικοινωνία). Από τους εισαχθέντες πληθυσμούς μεγαλύτερος είναι αυτός της Σαπιέντζας (περίπου 200 άτομα), ενώ στη Θεοδωρού ζούν περίπου 110 άτομα και στους Άγιους Πάντες περίπου 30 άτομα. 

Αν και δεν υπάρχουν καταμετρήσεις των πληθυσμών του Αιγάγρου της Αντιμήλου και των Γιούρων, αυτοί εκτιμώνται από τις τοπικές δασικές αρχές σε 300 και 200 άτομα αντίστοιχα.

9δi. Ενδιαίτημα και οικολογία (κείμενο): 

Ενδιαίτημα (Κρητικός αίγαγρος):
Λευκά Όρη: Δάση Κωνοφόρων (1.1.1), Υπαλπικά λιβάδια (3.1.2), βραχώδεις περιοχές (5) με μεγάλες κλίσεις και υψόμετρο μέχρι 1800m, Χορτολίβαδα (3.1.1), Μακί (2.2) και Φρύγανα (2.1).
Θεοδωρού: Φρύγανα (2.1) και μακί (2.2).
Σαπιέντζα: Μακί (2.2) και κατά θέσεις δενδρόμορφο μακί.
Οικολογία (Κρητικός αίγαγρος): Το είδος σχηματίζει ομόφυλες αγέλες, εκτός από την περίοδο της αναπαραγωγής, μέσα στις οποίες υπάρχει σαφής ιεραρχία, με τα γηραιότερα και σωματικά μεγαλύτερα άτομα να είναι τα κυρίαρχα. Την περίοδο της αναπαραγωγής σχηματίζουν χαρέμια, ενώ τα μικρά του έτους ακολουθούν τα θηλυκά (Nicholson and Husband 1992). Αναπαραγωγικά ωριμάζουν τα αρσενικά στην ηλικία των 3 ετών, ενώ τα θηλυκά στην ηλικία των 2 ετών.  Ζεί συνήθως 11-12 χρόνια. Τρέφεται με βλαστούς, οφθαλμούς και φύλλα θάμνων και χαμηλών δέντρων, καθώς και με αγρωστώδη και πλατύφυλλες πόες. Προτιμάει βραχώδεις περιοχές με μεγάλη κλίση, το καλοκαίρι ανεβαίνει σε μεγαλύτερα υψόμετρα, ενώ το χειμώνα κατεβαίνει χαμηλότερα.
Ενδιαίτημα (Αίγαγρος Αντιμήλου): Φρύγανα (2.1) και μακί (2.2).
Ενδιαίτημα (Αίγαγρος Γιούρων): Φρύγανα (2.1) και μακί (2.2).

9εi. Απειλές (κείμενο): 

Κρητικός αίγαγρος: Κύρια απειλή αποτελεί ο υβριδισμός με τα ήμερα κατσίκια. Δεν υπάρχει κανενός είδους διαχείριση του είδους. Παρά τις επανειλημμένες επιστημονικές προειδοποιήσεις για τους κινδύνους υβριδισμού δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο αποτροπής. Τελευταία στα Λευκά Όρη έχει ενταθεί και η πίεση από τη λαθροθηρία, ακόμη και για εμπορία του κρέατος.
Αίγαγρος Αντιμήλου: Καμιά διαχείριση.

Αίγαγρος Γιούρων: Τα Γιούρα αποτελούν ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή (Ε.Κ.Π.) και στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητας ασκείται ελεγχόμενο κυνήγι με στόχο την απομάκρυνση των ατόμων που αποκλίνουν από τον τυπικό φαινότυπο του αίγαγρου.

9στ. Kαθεστώς προστασίας: 

Capra aegagrus cretica: Ενδημικό υποείδος. Αυστηρά προστατευόμενο, απαγορεύεται το κυνήγι του.
Σύμβαση της Βέρνης  - Παράρτημα ΙΙ
Οδηγία 92/43 ΕΟΚ, Παραρτήματα ΙΙ και ΙV (μόνον φυσικοί πληθυσμοί)
IUCN 2007. Capra aegagrus: Τρωτό (VU).

9ζ. Χρήση: 

Ολόκληρο ως τροφή.

Purpose/Type of Use  - 1. Food - human - Subsistence. 15. Sport hunting/specimen collecting - Subsistence.

Primary forms removed from the wild - 1. Whole animal/plant - 100%.

Source of specimens in commercial trade - 4. Ranching - in situ - 100%.

Τάσεις στη συλλογή/συγκομιδή από το φυσικό τους περιβάλλον σε σχέση με το συνολικό πληθυσμό τα τελευταία 5 χρόνια = Αύξηση.

10. Βιβλιογραφία: 

Ciani F. and M. Masseti (1991). Considerazioni sull’ irigine della populazione ircina dell’ isola di Montecristo, nel mar Tirreno settentrionale. Elementi per uno confronto cronologico-culturale con l’ antica diffusione artificiale dell’ egagro (Capra aegagrus Erxleben, 1777) nelle isole del Mediterraneo orientale. Ric. Biol. Selvag. 18(suppl.): 123-133.

Γκέσκος Αλκ. (2008). Προσωπική επικοινωνία.

IUCN 2007. Capra aegagrus. European Mammal Assessment. http://ec.europa.eu/environment/ nature/ conservation/species/ema/

Horwitz L.K. and G. K. Bar-Gal (2006). The origin and genetic status of insular Caprines in the Eastern Mediterranean: a case study of free-ranging goats (Capra aegagrus cretica) on Crete. Human Evolution, 21: 123-138.

Husband T. P. And P. B. Davis (1984). Ecology and behavior of the Cretan agrimi. Canadian Journal of Zoology, 62: 411-420.

Masseti M. (2009). The wild goats Capra aegagrus Erxleben, 1777 of the Mediterranean Sea and the Eastern Atlantic Ocean islands. Mammal Review, 39(2): 141-157.

Masseti M. and K. Trantalidou (2002). Boars and goats in a Mesolithic fishing community: Youra (Northern Sporades, Greece), a case study. Poster presented at 9th ICAZ meeting, Durham, U.K., 23rd-28th August 2002.

Nicholson M. C. and T. P. Husband (1992). Diurnal behaviour of the agrimi, Capra aegagrus. J. Mammalogy, 73(1): 135-142.

Papageorgiou N. 1972. Food preferences and survival of the agrimi (Capra aegagrus cretica) on Theodorou Island, Greece. M. Sc. Thesis, Michigan State University, Ann Arbor.

Papageorgiou N. 1974. Population energy relationships of the agrimi (Capra aegagrus cretica) on Theodorou Island, Greece. Ph. D. Thesis, Michigan State University, Ann Arbor.

Pedrotti L. and S. Lovari (1999). Capra aegagrus. In: A.J. Mitchell-Jones, G. Amori, W. Bogdanowicz, B. Kryštufek, P.J.H. Reijnders, F. Spitzenberger, M. Stubbe, J.B.M. Thissen, V. Vohralík, and J. Zima (eds): The Atlas of European Mammals. Academic Press, London, pp. 410-411.

Schultze-Westrum T. (1963). Die wildziegen der agaischen inseln. Saugetierkunde Mitt, 11: 145-182.

Σφουγγάρης Α. (1991). Οικολογία διατροφής του κρητικού αιγάγρου (Capra aegagrus cretica), αγριοπροβάτου (Οvis orientalis musimon) και αγριοκούνελου (Οryctolagus cuniculus) και επιπτώσεις της βόσκησης σε νησιωτικά oικοσυστήματα. Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σελ.310.

Sfougaris A. (1994). Wild goats (Capra aegagrus) in Greece: distribution and status. Biologia Gallo   Hellenica, 21: 233 240.

Sfougaris A. (1995). The distribution, ecology and management of Greek wild goats: an outline. Carpinae, 8/9: 5-9.

Sfougaris A., A. Nastis, N. Papageorgiou (1996). Food resources and quality for the introduced Cretan wild goat or agrimi (Capra aegagrus cretica) on Atalandi Island, Greece, and implications for ecosystem management. Biological Conservation, 78: 239-245.

Shackleton D. M. (Ed.) (1997). Wild sheep and goats and their relatives. Status survey and conservation action plan for Caprinae. IUCN/SSC Caprinae Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK, 390+vii pp.

Fri, 2020-05-29 16:52 -- Anna
Scratchpads developed and conceived by (alphabetical): Ed Baker, Katherine Bouton Alice Heaton Dimitris Koureas, Laurence Livermore, Dave Roberts, Simon Rycroft, Ben Scott, Vince Smith